Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Sessions Μέρος 6ο

 ‘’Από τους μεγαλύτερους φόβους είναι να χάσεις τη ζωή σου.’’

Όπως πλατσούριζα κι έπαιζα χαρούμενη μέσα στη λίμνη σκοτείνιασε ξαφνικά το νερό και ο πυθμένας από χώμα ή σαν σε άργιλο έγινε μαύρος, αρχίζοντας να με ρουφάει προς το βυθό. Πριν καλά καλά βυθιστώ μέχρι το στήθος μου το πράσινο φύλλο του ξέφωτου από ζούγκλα, που ήταν αρκετά μακριά μου, απλώθηκε σχεδόν αστραπιαία σαν πλοκάμι και με άρπαξε τυλίγοντας με από τη μέση. Άρχισε να με τραβάει ανάσκελα προς το μέρος του σαν ένα παιχνίδι σκι πάνω στα νερά. Δεν μπορούσα να μην χαρώ με αυτήν την παιδική αίσθηση χαράς που μου χάριζε με αυτό το τράβηγμα προς το μέρος του. Έτσι όπως έφτανα κοντά του τα νερά της λίμνης άρχισαν να παίρνουν πάλι το υπέροχο εκείνο καθαρό βαθύ μα και ανοιχτό γκριζογάλανο χρώμα τους. Το πλοκάμι του πλατύ πράσινου φύλλου με άφησε όρθια σε ρηχά νερά μέχρι τα καλάμια των ποδιών μου ακριβώς δίπλα από το ξέφωτο από ζούγκλα και πλάτη σε αυτό. Κατά έναν περίεργο τρόπο ήμουν σχεδόν στεγνή και όχι βρεγμένη. Είχα ζεσταθεί. Χαμογελώντας βούτηξα παιχνιδιάρικα στα καθαρά ρηχά νερά της λίμνης να δροσιστώ και άρχισα να πλατσουρίζω πάλι και να παίζω με αυτά με τη διάθεση ενός μικρού παιδιού, όταν δροσίζεται από τη ζέστη. Είχα ακόμα πλάτη το ξέφωτο από ζούγκλα το οποίο δεν είχα γυρίσει ακόμα να κοιτάξω. Είχε όμως μία απροσδιόριστη διάσταση. Όταν το κοίταξα με λοξό βλέμμα η πυκνή του βλάστηση ήταν σα σε επίπεδη αφίσα με ροζ κίτρινο και κόκκινο χρώματα, ενώ το πράσινο πλατύ φύλλο είχε μία ενός επιπέδου τρισδιάστατη αίσθηση με ακαθόριστο σχήμα γκρι σιελ και λευκού χρωμάτων. Καθώς πλατσούριζα σκέφτηκα πονηρά πώς να ήταν άραγε το ξέφωτο από ζούγκλα στην καρδιά του και αυτομάτως το κεφάλι μου τραβήχτηκε προς τα πάνω, τεντώθηκε προς τα πίσω κι έγινε μία επίπεδη κυκλική αφίσα ενός κάπως άρρωστου μπεζ χρώματος, ενός λευκού κυρίως ματ κι ενός μαύρου που έδειχνε να δίνει τη συνθήκη για να είναι το κεφάλι μου σα μία αφίσα. Δευτερόλεπτα μετά το κορμί μου, από το λαιμό και κάτω, πήρε την αίσθηση μίας κόκκινης, κίτρινης και ροζ λωρίδας στη φορά του ύψους μου. Δεν είχα την αίσθηση του. Σαν από το κεφάλι και κάτω να είχα γίνει άυλη από λωρίδες χρωμάτων όπου άρχισαν να εναλλάσσονται σε διάφορους συνδυασμούς. Από το κόκκινο, κίτρινο, ροζ σε μαύρο, λευκό, πράσινο και από το μαύρο, λευκό, πράσινο σε σιελ, γκρι, λευκό. Έμεινα με το κεφάλι σαν σε αφίσα καρφωμένο στον αέρα και από το λαιμό και κάτω άυλη σαν σε αέρας να απορώ γιατί δεν πεθαίνω.

"Η συνθήκη της ύπαρξης προϋποθέτει τύχη"